- ἐκκριτικά
- ἐκκριτικόςsecretiveneut nom/voc/acc plἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικόςsecretivefem nom/voc/acc dualἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικόςsecretivefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκκριτικάς — ἐκκριτικά̱ς , ἐκκριτικός secretive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
εκκριτικός — ή, ό (AM ἐκκριτικός, ή, όν) αυτός που συντελεί στην έκκριση νεοελλ. αυτός που εκκρίνει («εκκριτικά όργανα») αρχ. αυτός που έχει την τάση να παρασύρει … Dictionary of Greek
ολοκρινής — ές (για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο) * + κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο κρινής, ειλικρινής (ειλι κρινής (< … Dictionary of Greek
σασσαφράς — (σασσαφράς ή φαρμακευτική ή ποικιλόφυλλος). Δέντρο αειθαλές της οικογένειας των Λαουριδών ή Δαφνιδών (δικοτυλήδονα). Συνήθως έχει μέτριες διαστάσεις (6 7 μ.), μπορεί όμως να φτάσει και τα 30 μ. ύψος. Ο κορμός και οι βλαστοί είναι λείοι, με φύλλα… … Dictionary of Greek
σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek
αθερόσπερμα — (atherosperma). Ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των μονιμιδών, με ένα μόνο είδος, το α. το μοσχάτο, ιθαγενές της Αυστραλίας. Είναι φυτό αείφυλλο, με φύλλα αρωματικά, με άφθονα εκκριτικά κύτταρα· χρησιμοποιείται από τους Αυστραλούς ως… … Dictionary of Greek
άκοιλα — (acoela). Μικροσκοπικά σκουλήκια χωρίς πεπτικό σωλήνα. Ζουν στη θάλασσα και η πέψη της τροφής γίνεται μέσα σε ειδικό χώρο, που σχηματίζεται από την ένωση των ενδοδερμικών κυττάρων. Δεν έχουν μυϊκό φάρυγγα, ούτε εκκριτικά όργανα και το νευρικό… … Dictionary of Greek